Οι ζημιές στην οικονομία από μια ενδεχόμενη πετρελαϊκή ρύπανση στην Ελλάδα θα μπορούσαν να φθάσουν τα 5,3 δισ. ευρώ, σύμφωνα με νέα μελέτη που παρουσίασε η WWF. Οι επιπτώσεις θα είναι ολέθριες τόσο για την τουριστική βιομηχανία, όσο και για την αλιευτική δραστηριότητα.
Το WWF Ελλάς έδωσε στη δημοσιότητα τη νέα οικονομοτεχνική μελέτη με τίτλο “Το πραγματικό κόστος του πετρελαίου”, μέσω της οποίας παρουσιάζονται και αναλύονται για πρώτη φορά ολοκληρωμένα στοιχεία γύρω από τις εξορύξεις υδρογονανθράκων (πετρελαίου και φυσικού αερίου) που σχεδιάζονται να πραγματοποιηθούν στην Ελλάδα, καθώς και πληροφορίες για τις επιπτώσεις που θα έχουν στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Η μελέτη συντάχθηκε για λογαριασμό της οργάνωσης από τη συμβουλευτική εταιρία eftec, μία από τις κορυφαίες συμβουλευτικές εταιρείες σε θέματα οικονομικών του περιβάλλοντος στην Αγγλία.
Κεντρικός σκοπός της μελέτης είναι να αξιολογήσει τις επιπτώσεις ενός σοβαρού ατυχήματος στον Ελλαδικό χώρο (Κρήτη, Ιόνιο, Ήπειρος, Πελοπόννησος, Δυτική Ελλάδα, Αν. Μακεδονία- Θράκη, Κ. Μακεδονία) και να υπολογίσει το σωρευτικό κόστος, αλλά και τις ειδικότερες επιπτώσεις ενός τέτοιου ατυχήματος σε νευραλγικούς για την εθνική οικονομία τομείς, όπως είναι ο τουρισμός, η αλιεία, αλλά και η ευρύτερη αγορά εργασίας.
Μεγάλος χαμένος ο τουρισμός
Όπως είναι αναμενόμενο, ο τουριστικός κλάδος υφίσταται τη μεγαλύτερη οικονομική ζημιά (της τάξης των 5 δισ. ευρώ), ενώ σημαντικές απώλειες αναμένονται και στον τομέα της αλιείας (κατά μέσο όρο 17% μείωση εισοδήματος για τρία χρόνια σε περίπτωση ατυχήματος), με τις τοπικές κοινωνίες εν τέλει να πληρώνουν το μεγαλύτερο τίμημα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πέραν των επιπτώσεων σε τουρισμό και αλιεία, ελλείψει διαθέσιμων στοιχείων, στη μελέτη δεν συνυπολογίζεται το κόστος της ζημιάς σε άλλες οικοσυστημικές υπηρεσίες που επηρεάζονται άμεσα από ένα περιστατικό ρύπανσης (π.χ. παροχή φυσικών προϊόντων, πνευματικά και ψυχολογικά οφέλη από σχετιζόμενες με τη θάλασσα δραστηριότητες, κ.λπ.).
Σημεία της μελέτης

Τονίζοντας ότι τέτοιου είδους “ατυχήματα” δεν αποτελούν μακρινή υπόθεση, αλλά πραγματικό ρίσκο, ιδιαίτερα σε τόσο μεγάλης έκτασης έργα, όπως αυτά που σχεδιάζονται να γίνουν στην Ελλάδα, η μελέτη αξιολογεί τέσσερα διαφορετικά σενάρια, υπολογίζοντας: i) το οικονομικό κόστος από την επιχειρησιακή (τακτική) ρύπανση, ii) το κόστος που συνδέεται με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από την εξόρυξη (εμπορία ρύπων), iii) το κόστος από ένα σοβαρό περιστατικό πετρελαϊκής ρύπανσης σε τουρισμό και αλιεία και iv) το κόστος καθαρισμού και αποκατάστασης θαλάσσιων και παράκτιων οικοσυστημάτων.
Σε κάθε σενάριο υπολογίζονται με αναλυτικό τρόπο, οι απώλειες, αλλά και το σωρευτικό κόστος της ζημιάς που θα προκληθεί σε καθεμία από τις παραπάνω περιοχές, τόσο σε ετήσια βάση, όσο και σε βάθος 25ετίας, δεδομένου ότι οι συμβάσεις παραχώρησης των οικοπέδων προς τις εταιρείες για έρευνα και εξόρυξη στη χώρα μας έχουν 25ετή διάρκεια.
Το κόστος από πολλαπλά περιστατικά διαρροής στη χώρα θα ξεπερνούσε τα 7,6 δισ. ευρώ σε ονομαστικούς όρους, δηλαδή σε αναλογία περίπου το 4% του σημερινού εθνικού ΑΕΠ.
Λόγω του μεγέθους του τουριστικού εισοδήματος της Κρήτης και του Ιονίου, ένα σοβαρό περιστατικό διαρροής/ρύπανσης μόνο στην Κρήτη θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιά που αγγίζει τα 2,2 δισ. ευρώ, ενώ ένα αντίστοιχο περιστατικό στο Ιόνιο, ζημιά της τάξης των 1,78 δισ. ευρώ σε ορίζοντα 25 ετών.
Σχεδόν 45.000 θέσεις εργασίας που συνδέονται άμεσα και έμμεσα με τον τουρισμό θα χάνονταν από ένα σοβαρό περιστατικό διαρροής/ρύπανσης στην Κρήτη και σχεδόν 25.000 θέσεις εργασίας από ένα αντίστοιχο περιστατικό στο Ιόνιο.
Ακόμα και αν δεν συμβεί σημαντικό περιστατικό διαρροής, η αρνητική επίπτωση για την οικονομία ανέρχεται σε 0,8 – 1,3 δισ. ευρώ σε μία περίοδο 25 ετών.
Οι απώλειες στον κλάδο της αλιείας που είναι ιδιαίτερα ευάλωτος από τη ρύπανση των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, θα μπορούσαν να φτάσουν τα 180 εκατ. ευρώ.